αξεσήκωτος

αξεσήκωτος
-η, -ο
1. αυτός που δεν ξεσηκώθηκε, δεν επαναστάτησε
2. (κυρίως για σχέδιο ή κέντημα) αυτός που δεν τον αντέγραψαν.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • αξεσήκωτος — η, ο επίρρ. α 1. αυτός που δε μετακινήθηκε από τον τόπο του: Στο χωριό πολύ λίγοι έμειναν αξεσήκωτοι· όλοι τράβηξαν για τις πολιτείες. 2. αυτός που δεν αντιγράφηκε: Η ζωγραφιά ήταν αξεσήκωτη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”